Λευίτης

Λευίτης
Λευίτης [ῑ], ου, ,
A Levite, Ev.Luc.10.32, Plu.2.671f:—fem. [full] Λευῖτις, φυλή v.l. in J.AJ3.11.1; [full] Λευῑτικός, ή, όν, Ep.Hebr.7.11; τὸ -κόν, title of book of VT.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευίτης — ο (AM λευίτης, θηλ. λευῑτις, ίτιδος) [Λευί] αυτός που ανήκει στην εβραϊκή φυλή τού Λευί, στην οποία είχαν ανατεθεί τα σχετικά με τη λατρεία καθήκοντα νεοελλ. μτφ. ιερέας, ιερωμένος αρχ. 1. βοηθός ιερέα για τις κατώτερες λατρευτικές πράξεις 2. το… …   Dictionary of Greek

  • λευίτης — ο 1. στην Παλαιά Διαθήκη αυτός που ανήκε στη φυλή του Λευί. 2. κληρικός, ιερέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευιτῶν — Λευίτης Levite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευιτῶν — Λευίτης Levite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευῖται — Λευίτης Levite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευῖται — Λευίτης Levite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευίταις — Λευίτης Levite masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευίταις — Λευίτης Levite masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό …   Dictionary of Greek

  • левитянин — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. λευίτης) левит …   Словарь церковнославянского языка

  • λευιτικός — ή, ό (AM λευιτικός, ή, όν) [λευίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν) τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”